- φύσεις
- αἱ, Αβλ. φύση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φύσεις — φύσις origin fem nom/voc pl (attic epic) φύσις origin fem nom/acc pl (attic) φύ̱σεις , φύω bring forth aor subj act 2nd sg (epic) φύ̱σεις , φύω bring forth fut ind act 2nd sg φύζω aor subj act 2nd sg (epic) φύζω fut ind act 2nd sg φύ̱σεις , φυσάω … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Καλφ, Βίλεμ — (WillemKalf, Ρότερνταμ 1619 – Άμστερνταμ 1693). Ολλανδός ζωγράφος. Αρχικά εργάστηκε στη Γαλλία και από το 1653 στο Άμστερνταμ. Υπήρξε μαθητής του Χέντρικ Ποτ στο Χάρλεμ, αλλά αργότερα ακολούθησε τη σχολή που αντιπροσώπευαν ο Βαν Γκόγιεν, ο Πίτερ… … Dictionary of Greek
ВСЕЛЕНСКИЙ IV СОБОР — [Халкидонский]. Источники Деяния Собора известны в неск. редакциях на греч. и лат. языках. Еще до открытия Собора документы, имевшие отношение к делу Евтихия (деяния К польского (448) и Эфесского (449) Соборов, переписка и др.), были переведены… … Православная энциклопедия
ЕВЛОГИЙ I — († 13.02.607/8), свт. (пам. 13 февр.), патриарх Александрийский (580 607/8), богослов, полемист. Жизнь Свт. Евлогий I, патриарх Александрийский. Миниатюра из Минология Василия II. 976 1025 гг. (Vat. gr. 1613. P. 397) Свт. Евлогий I, патриарх… … Православная энциклопедия
μονοθελητισμός — Χριστιανική αίρεση, σύμφωνα με την οποία ο Ιησούς είχε δύο φύσεις και μια θέληση. Ο Μ. θεωρείται απότοκος της προσπάθειας του αυτοκράτορα Ηράκλειου να συμβιβάσει τους μονοφυσίτες και τους ορθόδοξους χριστιανούς. Οι αυτοκρατορικές όμως… … Dictionary of Greek
προοπτική — Στη γεωμετρία, η μέθοδος παράστασης των σχημάτων του χώρου με την προβολή τους σε ένα επίπεδο (σχέδιο) από ένα σημείο (κέντρο προβολής είτε όψης). Τέχνη. Mέχρι τον Μεσαίωνα ο λατινικός όρος perspectiva σήμαινε οπτική. Μόνο οι Φλωρεντινοί ζωγράφοι … Dictionary of Greek
φύση — η / φύσις, εως, ΝΜΑ 1. το σύνολο τών φυσικών ιδιοτήτων, η σύσταση ή η κατάσταση ενός πράγματος (α. «δεν τό επιτρέπει η φύση τής χώρας» β. «τέτοια είναι η φύση τού πολιτεύματος» γ. «καί μοι φύσιν αὐοῦ [τοῦ φαρμάκου] ἔδειξεν», Ομ. Οδ. δ. «ἡ φύσις… … Dictionary of Greek
Βώκος, Νικόλαος — (Ύδρα 1861 – Παλαιό Φάληρο 1902). Ζωγράφος. Απόγονος του Ανδρέα Μιαούλη, σπούδασε στο Σχολείο των Τεχνών της Αθήνας, όπως ονομαζόταν τότε η σημερινή Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, και συνέχισε στο Μόναχο, με καθηγητές τον Νικόλαο Γύζη, τον Λεφτς και … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek